- εφέδρανον
- ἐφέδρανον, τὸ (Α) [εφέδρα]1. το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, το κάθισμα, η έδρα («τὸ μὲν οἷον ἐφέδρανον γλουτός», Αριστοτ.)2. το κάθισμα3. φρ. «ἐφέδρανον ὄργανον» — μηχάνημα πάνω στο οποίο κάθονταν οι εγχειριζόμενοι4. στάβλος.
Dictionary of Greek. 2013.